Το τσιφλίκι του Αλή Πασά στη Σιταριά Φλώρινας

ΧΑΜΙΓΙΕΤ ΣΕΖΕΡ*

ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΤΣΙΦΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΤΕΠΕΛΕΝΛΗ ΑΛΗ ΠΑΣΑ

PASA

Μετάφραση από τα τουρκικά, σχόλια: Ειρήνη Καλογεροπούλου**

Χωριό Ρούσνε (Rusne karyesi  ?????):[σχόλιο1]

         Το χωριό αυτό του καζά της Φλώρινας μετατράπηκε σε τσιφλίκι από το γιο του Τεπελενλή Αλή πασά, Βελή πασά. [σχόλιο 2]

          Στο τσιφλίκι υπάρχει ένα κονάκι που ανήκει στον κετχουντά του τσιφλικιού, το οποίο αποτελείται από δύο δωμάτια και χώρο υποδοχής,  είναι πετρόκτιστο και έχει κεραμιδένια στέγη. Υπάρχουν επίσης δύο αποθήκες σιτηρών με πέντε χώρους από τις οποίες η μία βρίσκεται στο εσωτερικό του κονακιού. Οι αποθήκες είναι κατασκευασμένες από ξύλο και με την τεχνική του χατίλ [με ξύλινο σκελετό, πέτρες και κονίαμα][σχόλιο 3], ενώ έχουν κεραμιδένιες στέγες.

          Στο χωριό κατοικούν 54 άτομα (γιαριτζήδες), από τους οποίους οι τρεις είναι μουσουλμάνοι και οι 51 ραγιάδες διαφορετικού θρησκεύματος.[σχόλιο4] Οι 54 οικίες στις οποίες κατοικούν [όλοι οι καλλιεργητές] ανήκουν στους 3 μουσουλμάνους. Οι παραπάνω καλλιεργούν 1.070,5 χωράφια συνολικής έκτασης 1.593 ντονούμ. Από αυτά 300 ντονούμ μένουν ακαλλιέργητα (σ. 9). Υπάρχουν επίσης 18 αϊλακτσήδες ραγιάδες, από τους οποίους ο καθένας πληρώνει ως ενοίκιο το ποσό των 14 γροσίων (σύνολο 198 γρόσια). Υπάρχουν 18 σπίτια από τα οποία το ένα είναι κενό.

          Στο χωριό υπάρχουν 15 αχυρώνες με αχυρένιες στέγες. Στην πάνω πλευρά του χωριού υπάρχει ένα λιβάδι έκτασης περίπου 15 ντονούμ, ενώ μέσα στο τσιφλίκι υπάρχουν δύο λιβάδια συνολικής έκτασης τεσσάρων ντονούμ. Η συνολική έκταση των λιβαδιών είναι 19 ντονούμ. Τα έσοδα από την παραγωγή από αυτά κατά το έτος 1819-1920 (1235) ήταν 350 γρόσια.

          Στο χωριό υπάρχουν 30 αμπέλια έκτασης 30 ντονούμ, τα οποία βρίκονται στο Ιστομπίλ (?stobil ???????[σχόλιο 5] και ανήκουν στους γιαριτζήδες και στους αϊλακτσήδες ραγιάδες. Τα αμπέλια αυτά δωρήθηκαν στους τσιφτσήδες[σχόλιο 6] και τους αϊλακτσήδες στις αρχές Δεκεμβρίου του 1815 (έτος 1231) (από τέσσερα ντονούμ στον καθένα από τους τσιφτσήδες και από δύο ντονούμ στον καθένα από τους αϊλακτσήδες)).

          Στο χωριό υπάρχει και μία «πρόσοδος του αγά»[σχόλιο 7]. Οι πρόκριτοι του χωριού έδωσαν την πληροφορία ότι το έσοδο αυτό λαμβάνονταν για την περιποίηση των ταξιδιωτών που κατέλυαν στο χωριό.

Πρόσοδος του αγά:                 700 γρόσια

27,5 κοιλά       σιτάρι              247,5 γρόσια

27 κοιλά          κριθάρι            216 γρόσια

55 κιγιέ[σχόλιο 8]            λάδι                   88,5 γρόσια

59 κιγιέ            μενα?ρ[σχόλιο 9][;]            29,5 γρόσια

Συνολικά τα παραπάνω ποσά αντιστοιχούν σε 1281,5 γρόσια, τα οποία αφαιρέθηκαν από τα συνολικά έσοδα.

          Κατά το έτος 1819-20 (1235) η παραγωγή σιτηρών αντιστοιχούσε σε 3.000 κ. κοιλά σιτάρι, 6.960 κ. κοιλά κριθάρι και 4.200 κ. κοιλά σίκαλη (σ. 10). Όσον αφορά στην παραγωγή αυτή, από τα 2.883 κοιλά σιτάρι 300 κοιλά καταβάλλονται για τη δεκάτη των σπαχήδων, 681 κοιλά κρατούνται για τη δεκάτη του έτους 1820-21 (1236) καθώς και για σπόρο, 1.004 κοιλά αποτελούν το μερίδιο των γιαριτζήδων,[σχόλιο 10] 102 κοιλά αντιστοιχούν στο δέκατο του Χασάν Αγά και 796 κοιλά στέλνονται στον Χασάν Αγά στην Κορυτσά. Από τα 4.544 κ. κοιλά κριθάρι 696 αποτελούν τη δεκάτη που αποδίδεται στους σπαχήδες, 9.565[σχόλιο 11]κοιλά κρατούνται για τη δεκάτη και το σπόρο του έτους 1820-21 (1236), 2.648 κοιλά αποτελούν το μερίδιο των γιαριτζήδων και 244 κοιλά αντιστοιχούν στο δέκατο του Χασάν Αγά. Από τα 2.804 κ. κοιλά σίκαλης 420 κοιλά αποτελούν τη δεκάτη που αποδίδεται στους σπαχήδες, 686 κοιλά αντιστοιχούν στη δεκάτη και το σπόρο για το έτος 1820-21 (1236), 1.546 κοιλά αποτελούν το μερίδιο των γιαριτζήδων και 152 κοιλά κρατούνται ως δέκατο του Χασάν Αγά.

          Από την υπόλοιπη παραγωγή παραμένουν 912 κ. κοιλά σιτάρι, τα οποία πωλούνται με τιμή 130 παράδες το κοιλό αποφέροντας το ποσό των 118.560 παράδων. (Η συνολική παραγωγή σε σιτάρι ανέρχεται σε 3.000 κοιλά. Από αυτά, 2.883 κρατούνται και αποδίδονται στα μέρη που αναφέρθηκαν παραπάνω, επομένως σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας θα έπρεπε να μένουν 117 κοιλά σιτάρι. Στα κατάστιχα ωστόσο καταγράφονται 912 κοιλά και με βάση αυτό το ποσό έγιναν οι υπολογισμοί μας στη συνέχεια). Παραμένουν επίσης 2.416 κ. κοιλά κριθάρι, τα οποία πωλούνται για 100 παράδες το κοιλό αποφέροντας έσοδα 241.600 παράδων και 1.396 κ. κοιλά σίκαλη που πωλούνται με τιμή 100 παράδες το κοιλό αποφέροντας έσοδα 139.600 παράδων. Συνολικά η πώληση των δημητριακών απέφερε το ποσό των 499.760 παράδων, το οποίο αντιστοιχεί σε 12.494 γρόσια.

          Τα συνολικά έσοδα του χωριού για το έτος 1819-20 (1235) ήταν 14.323,5 γρόσια. Από αυτά, 12.494 γρόσια προέρχονται από την γεωργική παραγωγή, 1.281,5 από το έσοδο [δόσιμο] του Αγαλικιού, 350 από τα έσοδα του λιβαδιού και 198 γρόσια από τα ενοίκια των αϊλακτσήδων. Η αξία του χωριού εκτιμάται σε 114.500 γρόσια.

Γλωσσάρι

βακουφοχώρι = χωριό το οποίο αποτελεί τμήμα μουσουλμανικού ιερού αφιερώματος

βαλής = επαρχιακός διοικητής

γιαριτζήδες = μισακάρηδες/αγρολήπτες/[καλλιεργητές]

δερβεντζής = φύλακας των ορεινών περασμάτων

εβλάντ-ι φατιχάν = «Απόγονοι των κατακτητών»

καζάς = διοικητική υποδιαίρεση του σαντζακιού, η οποία βρίσκεται στη δικαιοδοσία του καδή (δικαστής οθωμανικού ιεροδικείου)

καπουτζής = φρουρός, θυρωρός

κετχουντάς = διαχειριστής

μουτασαρίφης = κυβερνήτης επαρχιακού διαμερίσματος

μουτεσελίμης = αναπληρωτής διοικητής και υπεύθυνος για τη συλλογή της φορολογίας

ναχιγιές = διοικητική υποδιαίρεση του καζά

σαντζάκι = επαρχιακό διαμέρισμα

σαχνίσι = ξύλινη προεξοχή στον όροφο

σούμπασης = επιστάτης

τσιφτσής = καλλιεργητής

τσιφτσιγιάν-ι μπεϊλίκ = καλλιεργητές των «κυρίως κτημάτων» του τσιφλικιού

τσιφτσιγιάν-ι μπεϊλίκ ραγιάδες = καλλιεργητές των «κυρίως κτημάτων» του τσιφλικιού

 [ek1] Μάλλον πρόκειται για τον οικισμό Ροσέν (Ρόσνα, σήμ. Σιταριά, επαρχίας Φλωρίνης) (Simovski, 107). Η Σιταριά βρίσκεται Α της πόλης της Φλώρινας στο Β τμήμα του νομού (βλ. Simovski, 107, χάρτης αρ. 28).

 [ek2] [?iftlik ittihaz etmi?tir]: Ίσως η συγγραφέας εδώ παραθέτει τη διατύπωση την οποία συναντά στις καταχωρήσεις, μέσα σε παρένθεση. Ωστόσο δεν το δηλώνει. (?Το  υποθέτω γιατί η φράση φαίνεται περιττή, και επειδή νομίζω ότι γενικότερα αναπαράγει τις διατυπώσεις του καταστίχου. Ωστόσο δεν είμαι σίγουρη).

 [ek3] Sir James W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon, ?a?r? Yay?nlar?, Κωνσταντινούπολη 1978 [1η έκδοση 1890], 856.

 [ek4] Συγκεκριμένα γράφει «άλλοι ραγιάδες». Στο σημείο αυτό η συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο «ρεαγιά» με τη σημασία του ως ποίμνιο, υπήκοοι, φορολογούμενος πληθυσμός, τόσο για τους μουσουλμάνους όσο και για τους μη μουσουλμάνους. Ωστόσο παρακάτω (σσ. 18 και 21 της μετάφρασης) χρησιμοποιεί τον όρο αντιθετικά με το «m?sl?man». (Επίσης, στο σημείο αυτό δεν αναφέρει «m?sl?man» αλλά «ehl-i ?slam». Ενδεχομένως αυτό να σχετίζεται με το γεγονός  ότι οι τρεις μουσουλμάνοι εδώ εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες των σπιτιών στα οποία ζουν και οι 54.

[ek5] Δε μπόρεσα να εντοπίσω κάποιον οικισμό με αυτήν την ονομασία.

 [ek6] Η συγγραφέας γράφει «?ift?i» που σημαίνει καλλιεργητής (αυτός ο οποίος καλλιεργεί ένα ζευγάρι γης). Μάλλον αναφέρεται στους γιαριτζήδες τους οποίους ανέφερε λόγο πιο πάνω ?και όχι σε «μπεϊλίκ τσιφτσήδες» οι οποίοι δεν αναφέρονται στον οικισμό αυτό. Ωστόσο νομίζω ότι υπάρχει μια ασυνέπεια στη χρήση των όρων.

 [ek7] Γράφει: «εισόδημα αγαλικιού».

 [ek8] Η κιιγιέ ή οκκά ισούται με 1,282945 χλγρμ. (βλ. Inalsik με Quataert, 991).

  [ek9] Η συγγραφέας παραθέτει τη λέξη και στα οθωμανικά (menair ????), το οποίο πιθανώς σημαίνει ότι δεν είναι σίγουρη για την ανάγνωσή της. «Μενα?ρ» είναι ο τύπος πληθυντικού του «μεναρέ», που σημαίνει «κηροπήγιο» και «φάρος», ενώ από την ίδια λέξη προέρχεται και ο «μιναρές». Δεν μου είναι σαφές για το τι πρόκειται. Θα μπορούσε να είναι κερί; Πάντως η λέξη δεν είναι μέσα σε εισαγωγικά και δεν υπάρχει κάποιο σχετικό σχόλιο.

 [ek10] Δεν αναφέρεται παντού μερίδιο των γιαριτζήδων. Εδώ μάλιστα το μερίδιό τους είναι πάνω από το μισό για το κριθάρι και τη σίκαλη.

 [ek11] Πιθανόν αναριθμητισμός, το ορθό 956.

* Η Χαμιγιέτ Σεζέρ είναι ερευνήτρια στον Τομέα Νεότερης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας της Σχολής Γλώσσας και Ιστορικής Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου της Άγκυρας

** Η Ειρήνη Καλογεροπούλου είναι διδακτορική φοιτήτρια Οθωμανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου.